ἀπολαύσω

ἀπολαύσω
ἀπολαύω
have enjoyment of
aor subj act 1st sg
ἀπολαύω
have enjoyment of
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λιμπίζομαι — (Μ λιμπίζομαι και λιμβίζομαι) αισθάνομαι ακατάσχετη επιθυμία να αποκτήσω ή να απολαύσω κάτι, ιδίως εδώδιμο, ποθώ κάτι διακαώς, λαχταρώ, λίγουρεύομαι (α. «είδα τα μήλα και τά λιμπίστηκα» β. «παρά τα χρόνια του, λιμπίζεται τα κοριτσάκια») νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • οριγνώμαι — ὀριγνώμαι, άομαι (Α) 1. εκτείνομαι, απλώνομαι 2. αποβλέπω σε κάτι, επιθυμώ κάτι («καὶ ποίας δόξης ὀριγνηθῆναι», Ισοκρ.) 3. προσπαθώ να απολαύσω κάτι («Δήμητρος εὐνῆς ὀριγνώμενος», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀριγνῶμαι έχει προέλθει από έναν ενεστ.… …   Dictionary of Greek

  • επιθυμώ — και πιθυμώ και πεθυμώ και αποθυμάω επιθύμησα και πεθύμησα και απεθύμησα και αποθύμησα, μτβ. 1. έχω την επιθυμία να αποκτήσω ή να απολαύσω ή να πράξω κάτι, το θέλει η καρδιά μου, το τραβάει η όρεξή μου: Επιθυμεί να παντρευτεί. – Πεθύμησα μαύρο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”